χειραφετικός

χειραφετικός
η , ό[ν]
1) освобождающий, избавляющий (от чьей-л. власти, влияния); 2) эмансипирующий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χειραφετικός" в других словарях:

  • χειραφετικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειραφέτηση («χειραφετική πράξη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειραφετώ. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χειραφετικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειραφέτηση: Υπάρχουν χειραφετικές διατάξεις του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»